- μενεστρέλ(ος)
- Αυλικός μουσικός και τραγουδιστής του ύστερου Μεσαίωνα. Τραγουδούσε και απήγγελλε ποιήματα συνοδεία βιέλας ή άλλου έγχορδου οργάνου, τα οποία είτε συνέθετε ο ίδιος είτε οι τροβαδούροι. Αν και αρχικά συσχετιζόταν με τον ζογκλέρ, στην ουσία διέφερε από τον τελευταίο, ο οποίος στην πραγματικότητα ήταν (ιδίως από τον 9o αι. και έπειτα) θαυματοποιός και σαλτιμπάγκος· ο μ. απέφευγε κάθε θεατρινίστικη ή κωμική συμπεριφορά, αν και δεν περιφρονούσε πολλές φορές τις επιδείξεις μελωδικής δεξιοτεχνίας. Το κοινό του, αντίθετα από το λαϊκό κοινό του ζογκλέρ, απαρτιζόταν από κυρίες και ιππότες, και η ποίησή του (αναφερόμενη συνήθως στο παραδοσιακό θέμα του έρωτα) ήταν γενικά πολύ έξυπνη και συχνά καλά επεξεργασμένη, αν και θεωρήθηκε αργότερα από τους ρομαντικούς ως αυτοσχέδια και καρπός στιγμιαίας έμπνευσης. Διέφερε επίσης από τον ζογκλέρ στο ότι δεν ήταν ένας εξ επαγγέλματος περιπλανώμενος, αλλά συχνά παρέμενε για μεγάλα διαστήματα ή και μόνιμα σε μια αυλή ή στο κάστρο ενός φεουδάρχη. Επίσης, υπήρχαν συντεχνίες μ., οι οποίες φρόντιζαν ακόμη και για τη μετεκπαίδευση των μελών της σε ειδικά σχολεία. Η εξέλιξη της μουσικής παιδείας από τον 15ο αι. και έπειτα σήμανε και την απαρχή της παρακμής των μ., οι οποίοι ήταν αυτοδίδακτοι μουσικοί και δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις αυξανόμενες απαιτήσεις.
Ένας μενεστρέλ, σε μικρογραφία του 11ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι).
Dictionary of Greek. 2013.